παρηχούμαι

παρηχούμαι
-έομαι, ΜΑ [ηχώ]
μοιάζω ως προς τον ήχο με κάτι
μσν.
φρ. «παρηχοῦμαι ἔκ τινος» — παράγομαι από μία λέξη με παρήχηση
αρχ.
(η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) παρηχημένος
παράφωνος, παράτονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρήχημα — τό, Α [παρηχούμαι] παρήχηση …   Dictionary of Greek

  • παρήχηση — Επανάληψη ενός ήχου ή μιας ομάδας ήχων (από σύμφωνα ή φωνήεντα) σε γειτονικές συλλαβές ή λέξεις. Η π. χρησιμοποιείται συνήθως για να κάνει εκφραστικότερο τον λογοτεχνικό τρόπο έκφρασης ή ακόμα προς διάκριση των ποιητικών στίχων από τον πεζό λόγο …   Dictionary of Greek

  • παρηχητικός — ή, όν, Α [παρηχούμαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρήχηση ή αυτός που γίνεται με παρήχηση. επίρρ... παρηχητικῶς Μ με παρηχητικό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”